σταχυολόγημα

σταχυολόγημα
το
1. το να συγκεντρώνει κάποιος στάχυα.
2. εκλογή των πιο εκλεκτών μερών: Μας παρουσίασε ένα σταχυολόγημα από τα ποιήματα αυτού του ποιητή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σταχυολόγημα — και σταχολόγημα, το, Ν [σταχυολογώ] 1. το να μαζεύει κάποιος στάχια 2. επιλογή και συλλογή στοιχείων ή αποσπασμάτων από ένα ή περισσότερα κείμενα, ερανισμός …   Dictionary of Greek

  • καλάμημα — καλάμημα, τὸ (Α) [καλαμώμαι] σταχυολογία, σταχυολόγημα …   Dictionary of Greek

  • σταχολόγημα — το, Ν βλ. σταχυολόγημα …   Dictionary of Greek

  • σύλλεγμα — έγματος, τὸ, Α [συλλέγω] 1. συλλογή, σωρός 2. αγέλη, κοπάδι 3. σταχυολόγημα …   Dictionary of Greek

  • σταχολόγημα — το βλ. σταχυολόγημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”